ἔντεχνα

ἔντεχνα
ἔντεχνος
within the range
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • ακοντισμός — ο (Α ἀκοντισμός) [ἀκοντίζω] η ακόντιση* νεοελλ. αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού μσν. (για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα …   Dictionary of Greek

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

  • διασμιλεύω — (Α) 1. καθιστώ λείο, στιλβώνω με τη σμίλη 2. φρ. «διεσμιλευμέναι φροντίδες» θεωρίες έντεχνα επεξεργασμένες …   Dictionary of Greek

  • επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση …   Dictionary of Greek

  • επιτεχνητός — ἐπιτεχνητός, όν (θηλ. και ή) (Α) [επιτεχνώμαι] ο έντεχνα ή τεχνητά κατασκευασμένος …   Dictionary of Greek

  • ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… …   Dictionary of Greek

  • ευτέχνητος — εὐτέχνητος, ον (Α) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος, ωραία κατεργασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”